- μανίας
- μανίᾱς , μανίαmadnessfem acc plμανίᾱς , μανίαmadnessfem gen sg (attic doric aeolic)μανίᾱς , μανιάωto be madimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μανιάς — μανιάς, άδος, ἡ (Α) ως επίθ. μανιώδης, εμμανής («μανιάσιν νόσοις», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαν τού μαίνομαι + κατάλ. ιάς (πρβλ. σηπ ιάς)] … Dictionary of Greek
μανιάς — frantic fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μανίας — Μανίᾱς , Μανίη fem acc pl Μανίᾱς , Μανίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανιάδος — μανιάς frantic fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανιάδων — μανιάς frantic fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανιάσι — μανιάς frantic fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανιάσιν — μανιάς frantic fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
неистовьство — НЕИСТОВЬСТВ|О (56), А с. 1. Неистовство, исступление, ярость: видѣвъ же онъ неистовьство жены и разѹмѣвъ ˫ако на прельщениѥ ѥмѹ ѹготова оц҃ь. мол˫ашес˫а въ таинѣ срд҃ца своѥго къ млс҃рдѹѹмѹ б҃ѹ. ЖФП XII, 34в; въ нечювьство своѥ неистовьство… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
бѣсовьствиѥ — БѢСОВЬСТВИ|Ѥ (6), ˫А с. Безумствование: нынѣ бо... б҃и˫а премоудр(с)ть и сила, проповѣдаѥть(с), престаша та и дѣмоньскоѥ бѣсовьствиѥ, и нѣ(с) в нихъ кто волхвоу˫а. (ἡ... μανία) ГА XIII XIV, 43в; и въ бѣсовствиѥ испровержесѩ безаконьно, въ ѡдежа… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αμόκ — το 1. μορφή φονικής μανίας που παρατηρείται ειδικά στους Μαλαίους, από όπου και η λέξη 2. κάθε είδος μανίας που καταλαμβάνει ένα άτομο και εκδηλώνεται με πράξεις βίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος, πρβλ. αγγλ. αmo(c)k ή amuck < μαλαϊκή λ. ᾱmoq «αυτός… … Dictionary of Greek